- πεισίβροτος
- πεισί-βροτος, ον,A persuading mortals, π. βάκτρον, i. e. the sceptre, A.Ch.362 (lyr., πισίμβροτον cod. [voice] Med.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεισίβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πείθει τους ανθρώπους, που τούς κάνει ευπειθείς, υπάκουους («πεισίβροτον βάκτρον» το σκήπτρο, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις (II), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + βροτός] … Dictionary of Greek
πεισιβρότῳ — πεισίβροτος persuading mortals masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek